ποιμενικοῦ

ποιμενικοῦ
ποιμενικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποιμενική λογοτεχνία — Λογοτεχνική δημιουργία, που εμπνέεται από τον κόσμο των ποιμένων (βουκόλων) που παρουσιάζεται εξιδανικευμένος όσον αφορά στο περιβάλλον, τη ζωή και τα αισθήματα του. Κατά καιρούς εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: στην ποίηση (το ειδύλλιο, η… …   Dictionary of Greek

  • SACER Lucus — I. SACER Lucus Strab. Selva de Hami scil. Mazzelae, silva campaniae, apud ostia Liris, 3. mill. pass. a Minturnis. II. SACER Lucus apud Dionysium l. 1. Η῾ δὲ λύκαινα οὐ μάλα ἀγριαίνουςα τῶ ἀνθρώπων τῆ προςόδῳ, ἀλλ᾿ ὥςπερ ἂν χειροήθης, ἀποςταςα τῶ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Βοσκοπούλα ή Βοσκοπούλα η εύμορφη — Τίτλος ποιμενικού ειδυλλίου της κρητικής λογοτεχνίας. Γράφτηκε στα τέλη του 16ου αι. ή στις αρχές του 17ου. Ο δημιουργός του είναι άγνωστος, από μερικούς όμως το έργο αποδίδεται στον Νικόλαο Δριμυτινό «εξ Αποκορώνου Κρήτης», ο οποίος και το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Διδυμοτείχου, δήμος — Δήμος (18.998 κάτ.) του νομού Έβρου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, τις πρώην κοινότητες Ασβεστάδων, Ασημένιου, Ελληνοχωρίου, Ισαακίου, Καρωτής, Κουφοβούνου, Κυανής, Μάνης, Πετράδων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”